- νεωτέρου
- νέοςyoungmasc/neut gen comp sgνέοςyoungmasc/neut gen comp sg (attic)νεώτεροςyoungermasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μπρίγκελ — (Bruegel ή Brueghel). Οικογένεια Φλαμανδών ζωγράφων και χαρακτών (16ος 17ος αι.), κυριότεροι από τους οποίους είναι οι εξής: 1. Αμπραάμ ο Ναπολιτάνος (Abraham Β., Αμβέρσα 1631 Νάπολη, Ιταλία 1690). Ικανότατος ζωγράφος λουλουδιών και καρπών, ένας… … Dictionary of Greek
Dimitris Tsatsos — Dimitris Th. Tsatsos (Greek: Δημήτρης Θ. Τσάτσος; Athens, 5 May 1933 – 24 April 2010), was a Greek legal scholar and former Member of the European Parliament. He was the son of the politician and lawyer Themistoklis Tsatsos (1906–1971) and a… … Wikipedia
αδελφομοίρι — και αδερφομοίρι, το 1. κληρονομικό μερίδιο κάθε αδελφού 2. κτήμα που προέρχεται από κληρονομιά και νέμονται όλα τα αδέλφια από κοινού 3. (ειδικότερα) το μερίδιο τού νεώτερου αδελφού από κληρονομική περιουσία 4. δίκαιη, ίση διανομή τής… … Dictionary of Greek
ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
ηθείος — ἠθεῑος, δωρ. τ. ἠθαῑος, α, ον (Α) [ήθος] 1. (συν. ως προσφών. αδελφικής αγάπης και σεβασμού νεώτερου αδελφού προς μεγαλύτερο) πιστός, προσφιλής, αγαπητός, σεβαστός 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἠθαῑοι οι πιστοί φίλοι … Dictionary of Greek
κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… … Dictionary of Greek
κερκίδα — I (Αρχαιολ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, που αναφέρεται στα τμήματα σφηνοειδούς μορφής του κοίλου των αρχαίων ελληνικών θεάτρων, που περιλάμβαναν τα καθίσματα για τους θεατές. Οι κ. διαχωρίζονταν οριζόντια με τα διαζώματα (τους… … Dictionary of Greek
μεταρρύθμιση — Αν και αρχικά ονομάζονταν μεταρρυθμιστές μόνο οι οπαδοί του Καλβίνου, από τον 18o αι., με τον όρο θρησκευτική ή προτεσταντική Μ. ή απλώς Μ. χαρακτηρίζεται το θρησκευτικό, πολιτικό και πνευματικό εκείνο κίνημα, που, κατά τον 16o αι., προκάλεσε τη… … Dictionary of Greek
μυθιστόρημα — Λογοτεχνικό είδος που προϋποθέτει μια αφήγηση γεγονότων, σε πεζό λόγο, διαρθρωμένων γύρω από μια «πλοκή» ή γύρω από ένα ή περισσότερα πρόσωπα, με ιστορικό ή φανταστικό φόντο. Ένας ακριβής ορισμός του μ. παραμένει ωστόσο μάλλον δυσχερής, γιατί με… … Dictionary of Greek